επασπιδούμαι

επασπιδούμαι
ἐπασπιδοῡμαι, -όομαι (Α)
χρησιμοποιώ κάτι ως ασπίδα ή αντί για ασπίδα («εὐλάβειαν ἐπασπιδώσεται», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”